τυροποιίᾳ

τυροποιίᾳ
τυροποιίᾱͅ , τυροποιία
cheese-making
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυροποιία — η, Ν [τυροποιός] τυροκομία …   Dictionary of Greek

  • τυροποιίας — τυροποιίᾱς , τυροποιία cheese making fem acc pl τυροποιίᾱς , τυροποιία cheese making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροποιίαν — τυροποιίᾱν , τυροποιία cheese making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρεία — ἡ, ΜΑ [τυρεύω] μσν. μτφ. πανουργία αρχ. 1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.) 2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί 3. είδος πιεστηρίου τυριού 4. προσφορά τυριού …   Dictionary of Greek

  • τυροποιϊκός — ή, όν, Α [τυροποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροποιία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”